σηροτρόφος

σηροτρόφος
ο, Ν
αυτός που ασχολείται με την σηροτροφία, που εκτρέφει μεταξοσκώληκες και παράγει βομβύκια, κουκούλια, που είναι η πρώτη ύλη τού μεταξιού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σήρ, σηρός «μετάξι, μεταξοσκώληκας» + -τρόφος (< τρέφω), πρβλ. κτηνο-τρόφος. Η λ. μαρτυρείται από το 1890 στον Παν. Γεννάδιο].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • σηροτρόφος — ο, η αυτός που ασχολείται με τη διατροφή του μεταξοσκώληκα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • μεταξοπαραγωγός — ό 1. (για χώρες) αυτός που παράγει μετάξι, σηροτροφικός («η Κίνα είναι η μεγαλύτερη μεταξοπαραγωγός χώρα») 2. (το αρσ. και το θηλ. ως ουσ.) ο και η μεταξοπαραγωγός αυτός που ασχολείται με την εκτροφή μεταξοσκωλήκων με σκοπό την παραγωγή και το… …   Dictionary of Greek

  • μπουγκατάρα — μπουγκατάρα, ἡ (Μ) σηροτρόφος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. διαλ. τ. bugatare] …   Dictionary of Greek

  • σηροτροφείο — το, Ν χώρος όπου εκτρέφονται και αναπτύσσονται μεταξοσκώληκες. [ΕΤΥΜΟΛ. < σηροτρόφος. Η λ., στον λόγιο τ. σηροτροφεῖον, μαρτυρείται από το 1893 στην εφημερίδα Ακρόπολις] …   Dictionary of Greek

  • σηροτροφικός — ή, ό, Ν αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον σηροτρόφο ή στην σηροτροφία. [ΕΤΥΜΟΛ. < σηροτροφία / σηροτρόφος. Η λ. μαρτυρείται από το 1897 στο Λεξικόν Ελληνογαλλικόν τού Άγγ. Βλάχου] …   Dictionary of Greek

  • σκωληκοτρόφος — ο, Ν αυτός που καλλιεργεί μεταξοσκώληκες, σηροτρόφος, βομβυκοτρόφος. [ΕΤΥΜΟΛ. < σκώληκας + τρόφος (< τρέφω), πρβλ. κτηνο τρόφος. Η λ. μαρτυρείται από το 1853 στο περιοδικό Νέα Πανδώρα] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”