σηροτρόφος — ο, η αυτός που ασχολείται με τη διατροφή του μεταξοσκώληκα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
μεταξοπαραγωγός — ό 1. (για χώρες) αυτός που παράγει μετάξι, σηροτροφικός («η Κίνα είναι η μεγαλύτερη μεταξοπαραγωγός χώρα») 2. (το αρσ. και το θηλ. ως ουσ.) ο και η μεταξοπαραγωγός αυτός που ασχολείται με την εκτροφή μεταξοσκωλήκων με σκοπό την παραγωγή και το… … Dictionary of Greek
μπουγκατάρα — μπουγκατάρα, ἡ (Μ) σηροτρόφος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. διαλ. τ. bugatare] … Dictionary of Greek
σηροτροφείο — το, Ν χώρος όπου εκτρέφονται και αναπτύσσονται μεταξοσκώληκες. [ΕΤΥΜΟΛ. < σηροτρόφος. Η λ., στον λόγιο τ. σηροτροφεῖον, μαρτυρείται από το 1893 στην εφημερίδα Ακρόπολις] … Dictionary of Greek
σηροτροφικός — ή, ό, Ν αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον σηροτρόφο ή στην σηροτροφία. [ΕΤΥΜΟΛ. < σηροτροφία / σηροτρόφος. Η λ. μαρτυρείται από το 1897 στο Λεξικόν Ελληνογαλλικόν τού Άγγ. Βλάχου] … Dictionary of Greek
σκωληκοτρόφος — ο, Ν αυτός που καλλιεργεί μεταξοσκώληκες, σηροτρόφος, βομβυκοτρόφος. [ΕΤΥΜΟΛ. < σκώληκας + τρόφος (< τρέφω), πρβλ. κτηνο τρόφος. Η λ. μαρτυρείται από το 1853 στο περιοδικό Νέα Πανδώρα] … Dictionary of Greek